- κατάφορτοι
- κατάφορτοςladen withmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χιών — όνος, η, ΝΜΑ (λόγιος τ.) (μετεωρ.) το χιόνι (α. «αι στέγαι τών οικιών ήσαν κατάφορτοι εκ σκληρυνθείσης χιόνος», Παπαδ. β. «ὁ Ἀναξαγόρας τῷ λευκὴν εἶναι τὴν χιόνα ἀντετίθει ὅτι ἡ χιὼν ὕδωρ ἐστὶ πεπηγός», Γεωπ. γ. «ἡ χιὼν ἡ ἐν τῷ χειμῶνι πεσοῡσα»,… … Dictionary of Greek
Βαλκανική χερσόνησος — Είναι η ανατολικότερη από τις τρεις ευρωπαϊκές χερσονήσους που βρέχονται από τη Μεσόγειο. Τα όριά της είναι μερικώς ακαθόριστα, επειδή δεν υπάρχει ένα σαφές διαχωριστικό φράγμα στα βόρειά της, όπου συνδέεται σε μήκος περίπου 1.200 χλμ. με τον… … Dictionary of Greek
βαλλισνερία — Πολυετής πόα της οικογένειας των υδροχαριτιδών. Η πλήρης επιστημονική ονομασία της είναι β. η σπειροειδής. Φυτό υδρόβιο, υποβρύχιο, με κοντούς βλαστούς και φύλλα παράριζα, επιμήκη, λεπτά, σχεδόν ταινιοειδή και διαφανή. Τα άνθη του είναι δίοικα,… … Dictionary of Greek